- ἔρρωμαι
- я силён
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
ἔρρωμαι — ἔρρω go slowly pres subj mp 1st sg ῥώννυμι strengthen perf ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρώννυμι — και ῥωννύω ΜΑ 1. παρέχω δύναμη, ισχύ, δυναμώνω, ενισχύω 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) ἐρρωμένος, η, ον ρωμαλέος, σθεναρός, σωματώδης αρχ. 1. έχω καλή υγεία, υγιαίνω 2. (το β εν. και το β πληθ. πρόσ. προστ. μέσ. παρακμ.) ἔρρωσο και ἔρρωσθε… … Dictionary of Greek
ερρωμένος — η, ο (Α ἐρρωμένος, η, ον) 1. υγιής, ρωμαλέος, σθεναρός, σωματώδης 2. εύτολμος, ανδρείος 3. (για ενέργειες, διαθέσεις, γνώμες) ισχυρός, έντονος, δυνατός (α. «ἐρρωμενεστέραις ταῑς γνώμαις», Ξεν. β. «αντέταξαν ερρωμένην αντίστασιν»). επίρρ...… … Dictionary of Greek
ՈՂՋ — (ոյ, ոց, եւ ի, աց.) NBH 2 0511 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 10c, 12c, 13c ա. ὐγιής, ὐγιαίνω sanus, valens σῶος, σάος sospes, slavus, incolumis ἱσχύων potens. Կենդանի. առողջ. ազատ ի ցաւոց. անախի ի խօթութեանց.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)